πολυκανής

πολυκανής
-ές, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που σκοτώνει, που σφάζει πολλούς
2. φρ. «θυσίαι πολυκανεῖς» — θυσίες, κατά τις οποίες σφάζονται πολλά ζώα («θυσίαι πολυκανεῖς βοτῶν ποιονόμων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κανής (< καίνω «σκοτώνω»), πρβλ. δορι-κανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυκανεῖς — πολυκανής much slaughtering masc/fem acc pl πολυκανής much slaughtering masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”